- προδότην
- προδίδωμιgive beforehandaor ind act 3rd dual (homeric ionic)προδότηςbetrayermasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
господьствословьныи — (1*) пр. Испорч.: сдѣ же ап(с)ли и предатель и || ѡсподьствословныи. и ап(с)ла именоваху. но иѹда и предатель и тать. (οὐδε γὰρ οἱ ἀπόστολοι τὸν προδότην ἠ κυριολεκτοῦσιν; ἤ ἀπόστολον ὀνομάζουσιν, ἀλλ’ ‘Ιούδαν καὶ προδότην καὶ κλεπτην) ФСт XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναποικοδομώ — ἐναποικοδομῶ ( έω) (Α) κλείνω κάποιον σ ένα οικοδόμημα χωρίς έξοδο («τὸν προδότην ἐναποικοδομήσαντες διέφθειραν», Πολύαιν.) … Dictionary of Greek